πουκαμίσας

πουκαμίσας
ο , πουκαμίσαςού η
1) мастер по пошиву сорочек; 2) владелец магазина сорочек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πουκαμίσας" в других словарях:

  • πουκαμισάς — ο, θηλ. πουκαμισού, Ν αυτός που ράβει πουκάμισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουκάμισο + κατάλ. επαγγελματικών ουσ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πουκαμισάς — ο θηλ. μισού ο κατασκευαστής πουκάμισων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουκαμισάδικο — το, Ν 1. εργαστήριο κατασκευής, υποκαμίσων 2. κατάστημα πώλησης υποκαμίσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πουκαμισαδ τού πληθ. τού πουκαμισάς + κατάλ. ικο (πρβλ. ραφτ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • Λαρμπό, Βαλερί — (Valery Larbaud, Βισί 1881 – 1957). Γάλλος συγγραφέας. Η μεγαλοαστική καταγωγή του τον βοήθησε να ταξιδέψει σε πολλές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία) και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο πνεύμα και πλουσιότατη κουλτούρα. Ο Λ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»